- χυλοποίηση
- [-ις (-εως)] η1) превращение в кашеобрЗзму: о, пюреобразную массу; 2) физиол, образование пищевой кашицы, хилуса
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χυλοποίηση — η / χυλοποίησις, ήσεως, ΝΜΑ, και μτγν. τ. χιλοποίησις Α [χυλοποιῶ] μετατροπή τών τροφών σε χυλό κατά τη διαδικασία τής πέψης νεοελλ. πολτοποίηση … Dictionary of Greek
χυλοποίηση — η πολτοποίηση, μετατροπή των τροφών σε χυλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυλοποιήσῃ — χυλοποιήσηι , χυλοποίησις make into fem dat sg (epic) χυλοποιέω make into aor subj mid 2nd sg χυλοποιέω make into aor subj act 3rd sg χυλοποιέω make into fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκχύλιση — Μέθοδος παραλαβής ορισμένων διαλυτών συστατικών από ένα μείγμα υγρών ή στερεών σωμάτων, με τη βοήθεια κατάλληλων διαλυτικών μέσων. Η διαδικασία της ε. περιλαμβάνει τρία στάδια: ανάμειξη του μείγματος με τον διαλύτη (εκχυλιστικό μέσο)· διαχωρισμό… … Dictionary of Greek
λειώσιμο — το [λειώνω] τήξη, διάλυση, ρευστοποίηση, υγροποίηση 2. πολτοποίηση, χυλοποίηση, χύλωμα 3. φθορά, τριβή, διάβρωση, φάγωμα … Dictionary of Greek
χιλοποίησις — ποιήσεως, ἡ, Α (μτγν«τ.) βλ. χυλοποίηση … Dictionary of Greek
χυλοποιητικός — ή, ό, Ν αυτός που συντελεί στη χυλοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] … Dictionary of Greek
χύλωση — η / χύλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [χυλῶ / ώνω] 1. η χυλοποίηση τών τροφών κατά την πέψη 2. πύκνωση ενός χυμού με βρασμό … Dictionary of Greek
χυλοποιητικός — ή, ό αυτός που προκαλεί χυλοποίηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χύλωση — η χυλοποίηση, μετατροπή των τροφών σε χυλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)